συλλέξω

συλλέξω
συλλέγω
bring together
fut ind act 1st sg
συλλέγω
bring together
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπνιώ — καπνιῶ, άω (Α) [καπνός] 1. φυσώ καπνό μέσα στην κυψέλη τών μελισσών για να συλλέξω το μέλι 2. αναδίδω καπνό …   Dictionary of Greek

  • καταμέργω — (Α) συνθλίβω, συμπιέζω για να συλλέξω τον χυμό («τὰς ἐλαίας καταμέργειν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμέργω «συμπιέζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”