Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνιώ — καπνιῶ, άω (Α) [καπνός] 1. φυσώ καπνό μέσα στην κυψέλη τών μελισσών για να συλλέξω το μέλι 2. αναδίδω καπνό … Dictionary of Greek
καταμέργω — (Α) συνθλίβω, συμπιέζω για να συλλέξω τον χυμό («τὰς ἐλαίας καταμέργειν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμέργω «συμπιέζω»] … Dictionary of Greek